κατιόν

κατιόν
Ιόν με θετικό ηλεκτρικό φορτίο. Κ. υδρογόνου είναι το άτομο υδρογόνου με τη μορφή ιόντος και με θετικό φορτίο, το οποίο στην πραγματικότητα ταυτίζεται με ένα πρωτόνιο. Τέλος, κατιοντικά στοιχεία ονομάζονται τα χημικά στοιχεία τα οποία, κατά την ηλεκτρόλυση, συγκεντρώνονται στην κάθοδο. Βλ. λ. ιονισμός· ηλεκτρόλυση.
* * *
το
βλ. κατιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατιόν — κάτειμι ibo pres part act masc voc sg κάτειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

  • φωσφόνιο — το, Ν 1. χημ. μονοσθενές κατιόν, ανάλογο με το κατιόν τού αμμωνίου, το οποίο απαντά στα άλατα τής φωσφίνης με τα διάφορα πρωτονικά οξέα 2. φρ. «ιωδιούχο φωσφόνιο» χημ. άλας τής φωσφίνης με το υδροϊώδιο, άχρωμο κρυσταλλικό στερεό που… …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • ενυδάτωση — Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …   Dictionary of Greek

  • κατιοντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατιόν ή στα κατιόντα ή που πραγματοποιείται στην περιοχή τής καθόδου ενός ηλεκτροχημικού στοιχείου («κατιοντική δράση») 2. χημ. αυτός που τα μεγαλομόριά του έχουν κατιόντα με δραστικές ομάδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”